κότσαλο

κότσαλο
το
1. μέρος τού σταχιού που δεν θρυμματίστηκε στο αλώνισμα
2. στέλεχος τού καρπού τού καλαμποκιού μετά την εκκόκκισή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *κόψανον (< κόπτω). Το ψ > τσ (πρβλ. ψευδός: τσευδός) και το ν > λ πιθ. αναλογικά προς τα βότσαλο, θρύψαλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”